Πόση αξία έχουν οι νέες γνώσεις για εμάς; Πως καταλαβαίνουμε οτι οι γνώσεις που έχουμε είναι σωστές ή επαρκείς; Μήπως έχουμε περισσότερες γνώμες απ’ό,τι γνώσεις; Περισσότερη αξία έχει η γνώμη ή η γνώση και πώς ξέρουμε ποιά απο τις δυο έχουμε; Ποιός είναι ο ρόλος και οι συμπεριφορές του νου σε όλα αυτά;
Για άλλη μια φορά θα συνυφάνω τη γνωσιολογία της καθημερινότητας με τα παραδείγματα και διδαχές που παίρνω απο τον μικρόκοσμο των πολεμικών τεχνών. Προφανώς ο καθένας μπορεί να κάνει την ίδια αντιστοιχία με τα χόμπυ και τις αθλητικές δραστηριότητες της αρεσκείας του. Το βασικό μου θέμα εδω, είναι να αντιπαραβάλω το ανοιχτό μυαλό και τη διάθεση μάθησης που επιδεικνύουμε προπονούμενοι στις πολεμικές τέχνες, με την αντίστοιχη προσέγγιση, διάθεση και μεθοδολογία που επιδεικνύουμε (αν επιδεικνύουμε τελικά) για την απόκτηση γνώσεων και για το χτίσιμο των απόψεων με τις οποίες διάγουμε τον καθημερινό πνευματικό μας βίο.
Πολύ πρίν μπούμε σε μια σχολή να μάθουμε την τέχνη που διδάσκεται και καθόλη την παραμονή μας εκεί μέσα, λειτουργούμε, εγκεφαλικά, με τρόπους αξιοζήλευτους και αξιέπαινους μεν, αλλά και εντελώς ξένους και αντίθετους σε άλλες φάσεις της νοητικής μας πορείας, δε. Αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε κατα την εκμάθηση μιας πολεμικής τέχνης, είναι να ξεκινήσουμε
μαθήματα για ενα σύντομο χρονικό διάστημα και μετά να παρατήσουμε την τέχνη υποστηρίζοντας οτι γνωρίζουμε αρκετά ή οτι την κατέχουμε. Οι πρώτες γνώσεις είναι ίσως οι βασικότερες, ναι! Πρέπει όμως να ολοκληρωθεί ένας μεγάλος κύκλος, περνώντας απο πάρα πολλές ώρες προπόνησης, απο πληθώρα τεχνικών και παραλλαγών αυτών, απο εξετάσεις, απο αγώνες και γενικά μέσω ποικιλότροπων μεθόδων και ελέγχων των όσων μαθαίνουμε. Η ποικιλία των ασκήσεων που ακολουθούν τις αρχικές
βασικές γνώσεις, χρησιμεύουν στην όξυνση των αντιληπτικών μας ικανοτήτων, στη βελτίωση των κινητικών μας δεξιοτήτων, στην επέκταση των γνώσεων και της εμπειρίας μας και τελικά στη λεπτομερέστερη, ποιοτικότερη και αποδοτικότερη απόδοση της τέχνης. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε τη χρησιμότητα των αρχικών μαθημάτων και των βάσεων-θεμελίων που διδαχθήκαμε. Εκεί βρίσκεται η ουσία της τέχνης. Πρέπει όμως να έχουμε κάνει αυτό το μεγάλο ταξίδι,
να έχουμε σμιλέψει ικανότητες και εαυτούς μέσα απο όλα αυτά τα βήματα, ώστε πλησιάζοντας ο κύκλος εξάσκησής μας προς το τελικό, θεωρητικά, σημείο του, να προσπεραστεί ξυστά (διοτι αλλιώς θα σταματήσει η πορεία και μαζί της η εξέλιξή μας) και σαν τη σπείρα να συνεχίσει μια σπυροειδή
πορεία, ελισσόμενο πάντα προς τα επάνω σε μια ατέρμονη κίνηση-μάθηση.
Έχω την αίσθηση πως λειτουργούμε αντίθετα στην καθημερινή μας ζωη, βάζοντας μηχανικά και αυτόματα σε λειτουργία την προκατάληψη επιβεβαίωσης (confirmation bias) και τον ερμηνευτικό κύκλο, ακυρώνοντας έτσι την επέκταση της μάθησής μας. Κάτι τέτοιο συμβαίνει όταν καλούμαστε να προβούμε σε μια κρίση, να ερμηνεύσουμε ενα γεγονός, όπου τα ήδη διαμορφωμένα (και τεροκατασκεύαστα) συμπεράσματά μας, μάς υπαγορεύουν τι θα νιώσουμε, τι θα ακούσουμε, τι θα δούμε και πως θα βιώσουμε το γεγονός. Είναι πιο εύκολο και θελκτικό να μείνουμε ταμπουρωμένοι σε ένα αρχικό και πρώιμο σύστημα πεποιθήσεων, αριστοτεχνικά κτισμένο απο την τοπική παράδοση, τις προλήψεις, τις γονεϊκές ενσταλλάξεις, τις κοινωνικές πιέσεις, τις περιβαλοντικές επιρροές, το αγελαίο πνεύμα και τη μετέπειτα δύναμη της συνήθειας και της πεποίθησης. Αν αυτές οι πεποιθήσεις αμφισβητηθούν (εφόσον τίς φέρουμε απο πάντα μέσα μας και αισθανόμαστε να μας προσδιορίζουν ως προσωπικότητες), θα είναι σα να αμφισβητούμε τον ίδιο μας τον εαυτό και αυτό είναι ενα μεγάλο πλήγμα για την φιλαυτία και αυταρέσκειά μας. Η εμπειρία μας, θα χρωματιστεί κυρίως απο την παλέτα που ήδη έχουμε, της οποίας τα χρώματα δεν επιλέξαμε αρχικά εμείς, αλλά εκ των υστέρων της
επιλογής και τοποθέτησής τους μέσα μας, απλά τα νομιμοποιούμε και αποδεχόμαστε ως δικά μας, μηχανευόμενοι ένα σωρό επιχειρήματα που τα θεσμοθετούν ως επιλογές μας. Κάτι που στο προαναφερθέν πνεύμα του έντιμου πολεμικοτεχνίτη και της επίμοχθης πορείας του, δεν απαντάται, αφού οφείλει να μην οχυρώνεται πεισματικά σε γνώσεις που αρχικά έμαθε, αλλά να τις αμφισβητεί τακτικά μέσω διαφορετικών θεωρήσεων (τεχνικές, εξάσκηση, διαφορετικές τέχνες), έτσι ώστε είτε να τις εμπλουτίζει και επιβεβαιώνει, είτε να τις απορρίπτει ως αντιλειτουργικές, αναζητώντας βελτιωμένες εναλλακτικές. Ο γνώμονας εδώ, είναι η περιοδική αμφισβήτηση του γνωστού και η διαρκής αναζήτηση-θήρευση του άγνωστου.
Συνακόλουθα αυτού του παραδείγματος, συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Στη σχολή μέσα, η βασική μας θέση είναι αυτή της άγνοιας, η οποία και μας οδήγησε στο να ζητήσουμε τη βοήθεια μιας “εκπαιδευτικής πηγής” και να πιούμε το νερό της. Για κάποιο λόγο αυτή η εικόνα δεν μάς φέρνει σε αμηχανία, ούτε μάς ντροπιάζει και με όλη μας την καλή θέληση παρουσιαζόμαστε ως αδαείς, ζητώντας τη βοήθεια του ειδικού να μάς πάρει απο το χέρι να μάς μάθει όσα δεν γνωρίζουμε ακόμα. Δίνουμε τακτικά αρκετά χρήματα, προκειμένου να προχωράει η εκπαίδευση και η γνώση μας σε νέα επίπεδα. Κάθε μήνα, για εναν ολόκληρο χρόνο και κάθε χρόνο, αφήνουμε σταθερά ένα χρηματικό ποσό με αντάλλαγμα τη γνώση. Είμαστε ενθουσιασμένοι που θα μάθουμε κάτι διαφορετικό και ανυπομονούμε
για το κάθε νέο μάθημα Λειτουργούμε σαν σφουγγάρια, κρατάμε τα μάτια ορθάνοιχτα στο νέο φως, πασχίζοντας να απορροφήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερη γνώση, ώστε να φτάσουμε μακρύτερα όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Κάθε νεα τεχνική που μάς παρουσιάζεται, είτε απο τον εκπαιδευτή, είτε απο τους πιο έμπειρους μαθητές, τοποθετείται προσεκτικά κομμάτι κομμάτι, ώστε να χτίσουμε το δικό μας ισχυρό οικοδόμημα αυτοάμυνας, να φτάσουμε τους καλύτερους του τμήματος και, γιατί όχι, να
τους ξεπεράσουμε. Μάς λείπει, στερούμαστε αυτό που δεν γνωρίζουμε εως τότε και αποφασίζουμε να χρηματοδοτούμε τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς απόκτησής του. Παρατηρούμε, ακούμε, δοκιμάζουμε! Αναγνωρίζουμε όμως οτι γι’αυτό χρειάζεται περισσότερη γνώση, επίμονη προσπάθεια και δοξαστική (Δόξα=γνώμη, πεποίθηση) ανοικτότητα. Όλοι μπορούμε να ρίξουμε μια γροθιά, μια κλωτσιά, να σπρώξουμε, έστω να παλέψουμε κάπως. Ξέρουμε όμως οτι οι γνώσεις μας αυτές χωλαίνουν σε οτι αφορά την προστασία μας και όχι μόνο δεν τις παρουσιάζουμε ως επαρκείς και αποτελεσματικές, αλλά αναζητούμε τρόπους εκπαίδευσης, συστηματοποίησης και βελτίωσής τους απο γνώστες και έμπειρους του είδους. Και το κάνουμε, χωρίς ίχνος ανασφάλειας ή ντροπής.
Αυτή η προσέγγιση φαίνεται διαμετρικά αντίθετη από αυτή της καθημερινότητά μας, όπου το “δεν ξέρω – δεν γνωρίζω” είναι το λεκτικό ισοδύναμο της ντροπής και της προσωπικής ήττας. Η τάση προς την οποία φαίνεται να κλίνουμε, είναι αυτή της δοξαστικής κλειστότητας ή περιχαράκωσης. Είμαστε ικανοποιημένοι απο τις υπάρχουσες γνώμες μας, προάγοντάς τις μάλιστα σε ιδεολογίες. Αναζητούμε ανθρώπους και ομάδες παρόμοιων ιδεολογιών, δια των οποίων θα ενισχύσουμε το βαθμό βεβαιότητας επι της αληθοτιμής των πεποιθήσεών μας. Λειτουργούμε ακριβώς όπως οι αλγόριθμοι αναζήτησης πλατφορμών τύπου Google, Facebook, κλπ οι οποίοι – χωρίς να το γνωρίζουμε – μάς παρέχουν
πληροφορίες εναρμονισμένες με τις υπάρχουσες πεποιθήσεις μας. Οι αλγόριθμοι, συνυπολογίζοντας προϋπάρχοντα δεδομένα απο αναζητήσεις, ηλικία, φύλο, γεωγραφική θέση, κλπ, κάνουν μια πρόβλεψη των επιθυμιών του χρήστη παρέχοντας πληροφορίες και δεδομένα κομμένα-ραμμένα στις επιθυμίες του. Άλλα στοιχεία θα παρουσιαστούν στις οθόνες των ενοίκων του πάνω διαμερίσματος και άλλα στη δική μου οθόνη. Αμφότεροι εξοβελίζουμε δεδομένα που δεν συνάδουν με την ιδεολογία και τις απόψεις μας, δεχόμενοι διυλισμένη πληροφόρηση η οποία ενισχύει τα μεροληπτικά φίλτρα των πεποιθήσεών μας. Απαραίτητο είναι σίγουρα το θάρρος της γνώμης μας, όμως ξεχνάμε οτι χρειαζόμαστε παράλληλα το θάρρος να αντιταχθούμε στις γνώμες μας, παραδεχόμενοι οτι δεν γνωρίζουμε ικανοποιητικά αυτό που προσποιούμαστε οτι γνωρίζουμε. Μπορεί οι γνώμες μας να χωλαίνουν. Ή να προέρχονται απο στρεβλές πηγές ή και να έχουν αναθεωρηθεί σε πάρα πολλά σημεία τους με τον καιρό. Ή ακόμη, επειδή τις ενστερνιστήκαμε κάποτε αλλά ποτέ δεν τις εξετάσαμε ούτε τις συγκρίναμε με άλλες θέσεις, απλά να κουρνιάζουμε νωχελικά στην ασφάλεια της γνώμη/άποψης που μάς προσφέρουν – κι ας είναι λανθασμένες ή ξεπερασμένες. “Ασε μας κι εσύ τώρα. Αφου εγω ξέρω το τάδε και ξέρω και το δείνα και έτσι είναι. Έτσι γινόταν πάντα και έτσι κάνουν όλοι γύρω μου”. Απεμπολούμε και περιφρονούμε περήφανα το δικαίωμά μας στην εξέλιξη και στη νέα γνώση, αντί απλώς να παραδεχθούμε πως είτε δεν γνωρίζουμε κάτι, είτε μας διαφεύγει εν πολλοίς.
Αλληλένδετα στα παραπάνω, έρχεται και το κομμάτι της “προσγείωσης” και αντικειμενικότητας που μπορεί να προσφέρει η πολεμική τέχνη, αφού, βιολογικά μιλώντας, συμβαίνουν παρασκηνιακά κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα εντός του πολύπλοκου νου μας. Η (αυτο)εξαπάτηση! Η (αυτο)εξαπάτηση είναι ενα ισχυρό χαρακτηριστικό της ζωής και παρατηρείται σε όλα τα επίπεδα, απο το γονίδιο εως το κύτταρο και απο το άτομο εως την ομάδα. Αναλαμβάνει τον ρόλο του οδηγού στη ζωή, ενω η ανίχνευσή της ακολουθεί ασθμαίνουσα μιας και η συμπεριφορά μας πηγάζει κυρίως απο τον ασυνείδητο νου, με τον συνειδητό νου να περιορίζεται σε ρόλο καθυστερημένου παρατηρητή. Ο νους διαστρευλώνει τις ληφθείσες πληροφορίες, κωδικοποιώντας, συσκοτίζοντας, εκλογικεύοντας και τελικά προσφέροντας ενα αλλοιωμένο αλλά συμφεροντολογικό πακέτο στο συνειδητό. Η (αυτο)εξαπάτηση εχει σκοπό την αυτοσυγχώρεση και ωραιοποίηση της εικόνας μας, διαμέσω μηχανισμών άρνησης, προβολής, γνωστικής ασυμφωνίας και ηθικής αποστασιοποίησης. Απωθούμε δυσάρεστες εμπειρίες, κατασκευάζουμε αναμνήσεις, εκλογικεύουμε την ανηθικότητά μας και επιστρατεύουμε ενα σωρό ακόμα μηχανισμούς προστασίας του ευάλωτου εγώ μας. Κοινώς, εξυψώνουμε την εικόνα του εαυτού μας περισσότερο απ’όσο της αντιστοιχεί. Κι αυτό μπορεί να αποβεί
μοιραίο. Η εξάσκηση στις πολεμικές τέχνες μπορεί να αποτελέσει ενα αντίβαρο σε αυτή τη διαδικασία. Συμβαίνει να υπάρχουν εκπαιδευτές, οι οποίοι τονίζουν πάρα πολύ το μαχητικό παρελθόν της τέχνης που ασχολούνται και διδάσκουν, το οποίο όμως δεν συνάδει πια με την πραγματικότητα. Ίσως οι θεμελιωτές μιας πολεμικής τέχνης, να ήταν εξαιρετικοί μαχητές στην εποχή τους, μερικούς αιώνες πρίν. Ή το σύστημα εκπαίδευσης να ήταν αποδοτικό σύμφωνα με τις τότε γνώσεις και τους υπόρρητους όρους μάχης, ή ακόμα και να διδασκόταν στη μαχητική ελίτ της χώρας, ή οτιδήποτε που μπορεί και επηρρεάζει το συναίσθημα του αρχάριου σύγχρονου μαθητή, αλλά συσκοτίζει τη λογική του. Αυτές οι συνθήκες δεν υφίστανται πια. Πλέον τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ειδικά η συμπλοκή σώμα με σώμα, έχει αλλάξει ραγδαία. Αποτελεί τεράστιο λάθος και εκπαιδευτική ανευθυνότητα, κατ΄εμέ πάντα, να υπερθεματίζουν οι εκπαιδευτές πολεμικών τεχνών το μαχητικό μεγαλείο των, εμφανώς, ξεπερασμένων συστημάτων μάχης ή των ταγών και θεμελιωτών αυτών και να μην βάζουν τους μαθητές να εξασκούνται ΚΑΙ υπο ρεαλιστικούς όρους. Και λέγοντας ρεαλιστικούς, εννοούμε να αναπαράγονται ελεγχόμενες μεν, αλλά δυναμικές δε, συνθήκες συμπλοκής μεταξύ των μαθητών. Υπάρχουν ασκούμενοι που μπορεί να ψάχνουν να γαντζωθούν απο οποιαδήποτε υπόνοια μαχητικού μεγαλείου ωστε να επιβεβαιώσουν μέσα τους (αυτοεξαπάτηση) οτι έκαναν τη σωστή επιλογή τέχνης, μη γνωρίζοντας κάποια άλλη προς σύγκριση. Ψάχνουν επίσης να λουστούν (αυτοεξαπάτηση) τη μαχητική λάμψη του κάποτε μαχητικού φωτός της τέχνης αυτής, ενώ στην πραγματικότητα δεν φωτίζονται μαχητικά, ή τουλάχιστον φωτίζονται εντελώς δυσανάλογα σε σχέση με το τι τούς πλασάρεται. Η δυνατότητα εξάσκησης στη μάχη που προσφέρει μία τέχνη (μέσω sparring, αγώνων, ρεαλιστικών τεχνικών), μπορεί να πληροφορήσει τον μαθητή για την ύπαρξη και το σύνολο των μαχητικών του ικανοτήτων. Αν στο χώρο εξάσκησης κυριαρχεί η συνεργασία και η άμιλλα, σε συνδυασμό με το απαραίτητο στοιχείο της ειλικρίνιας και της εντιμότητας, τότε ο ανθρώπινος νους μπορεί να προβεί σε ρεαλιστικότερη αποτίμηση αναφορικά με τον εαυτό του και να τον προσγειώσει αναφορικά με την αυτοεικόνα του και τις δυνατότητές του στο χειρισμό απειλητικών καταστάσεων “στο δρόμο” Ο βασικότερος ίσως σκοπός μιας πολεμικής τέχνης, απο τη στιγμή που επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον όρο “πολεμική/μαχητική” πρίν το “τέχνη”, είναι να διδάξει στον ασκούμενο να μάχεται και να αμύνεται όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται. Σαφώς η προσφορά στον πνευματικό τομέα είναι
σημαντικότατη και πολύτιμη, εφόσον όμως ο μαθητής είναι δεκτικός και φιλομαθής. Αλλά οι εκπαιδευτές (και μέσω αυτών, οι πολεμικές τέχνες) δεν μπορούν να εστιάζουν κυρίως εκεί, αλλιώς εξαπατούν τον μαθητή κρατώντας τον πεπλανημένο ως πρός την ουσία της διδασκαλίας. Μια μέσης με υψηλής ρεαλιστικότητας τάση στην εκτέλεση των ασκήσεων (μετά το στάδιο της κατάκτησης της τεχνικής), προσφέρει σημαντικά οφέλη στη συνειδητοποίηση της άσκησης, αντί της απλής αναπαραγωγής της χάριν επίδειξης. Η πίεση που ασκείται, η αντίσταση που συναντάται, η κούραση και το στρές που επιφέρει, η απουσία συνεργασίας ή προκατασκευασμένης χορογραφίας και όλα τα παρεμφερή, αποκαλύπτουν ελλείψεις, γεμίζουν κενά, πιέζουν για εναλλακτικές, διορθώνουν λάθη και ωθούν σε βελτιώσεις παντός τύπου και επιπέδου, οι οποίες αλλιώς θα παρέμεναν σε καταστολή και αδράνεια αφού δεν θα δεχόντουσαν ποτέ το κάλεσμα της ανάγκης, μιας και ο συνεργατικός επιτιθέμενος, θωπεύοντας ουσιαστικά τον αμυνόμενο, θα του προσέφερε μια απατηλή εικόνα απόδοσης της τεχνικής και του ιδίου. Οι “φιλικές” δυσκολίες που παραθέτει ενώπιόν μας η προπόνηση, μέσω του πολύπλοκου ασκησιολογίου, των ικανών και δυναμικών συναθλητών, των ρεαλιστικών μαχών (εντός πλαισίων εκμάθησης) και της αναπαραγωγής των πιθανών κινδύνων που μπορεί να προκύψουν, μπορούν να τραβήξουν το πέπλο της άγνοιας και της πλάνης που φυσικώς συμπορεύεται με τη βιολογία του νου. Αν μέχρι πρότινος θεωρούσε κάποιος οτι θα μπορούσε να τα βάλει με 5-10 αντιπάλους ταυτόχρονα, ή οτι θα μπορούσε να προκαλεί τούμπες στον αντίπαλό του μ’ευχέρεια, ή οτι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει επίθεση μαχαιριού σύμφωνα με τη συνεργατική χορογραφία εξάσκησης που του έχει επιδειχθεί, ή και οτι θα μπορούσε να πάρει την ενέργεια του ουρανού, των άστρων και των πνευμάτων των μεγάλων πολεμιστών και να πάει να ριχτεί σε μια άνιση/δυσμενή συμπλοκή, τότε τα αποτελέσματα θα είναι προφανώς δυσάρεστα ή, ακόμα χειρότερα, μοιραία. Και για κάτι τέτοιο, τη μικρότερη ευθύνη θα την έχει ο μαθητής. Είδαμε οτι η (αυτο)εξαπάτηση παίζει σπουδαίο ρόλο για το ευ ζην μας, φαινομενικά όμως, κι όχι ουσιαστικά. Καλό είναι να αναγνωρίζουμε και να μαθαίνουμε τις παγίδες που κρύβονται πίσω απο τις νευρωνικές διεργασίες του νου μας, ώστε να τις αποφεύγουμε και να μην συντασσόμαστε στο πλάι τους, όπου είναι αυτό δυνατόν.
Όπως, κατα την εξάσκησή μας στην πολεμική τέχνη, ή και σε οποιοδήποτε χόμπυ μας, δεν μετράει αναγκαστικά η τελειότητα, αλλά η διαρκής προσπάθεια και η συνεχής αναζήτηση, αντίστοιχα και στην καθημερινότητά μας θα μπορούσαμε να τιμάμε περισσότερο τις εξαιρετικές δυνατότητες του νου μας, εκπαιδεύοντάς τον τακτικά. Αυτό όμως, θέλει επίσης διαρκή προσπάθεια και συνεχή αναζήτηση των γνώσεων των αιώνων που μας έχουν δωθεί ως παρακαταθήκη, αν και φαίνεται να το λησμονούμε στο όνομα της πεποίθησης, της ομάδας, της διαφορετικότητας, της αυτοεξαπάτησης, του συμφέροντος και του Εγώ!
Έχοντας στο νου μας αυτή τη διαρκή αναζήτηση, μπορούμε να παραδειγματιζόμαστε απο τη μεθοδολογία με την οποία προσεγγίζουμε την αθλητική δραστηριότητά μας, για να καταφέρουμε να βαδίσουμε σε ρεαλιστικότερα, εντιμότερα και πιο φιλομαθή μονοπάτια στην καθημερινότητά μας.